- οπίσθιος
- -α, -ο (ΑΜ ὀπίσθιος, -ία, -ον)1. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου, πισινός («τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.)2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το οπίσθιο(ν) και τα οπίσθιατο πίσω μέροςνεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. ανθρωπολ. το μέσο τού οπίσθιου χείλους τού ινιακού τρήματος το οποίο αποτελεί κρανιομετρικο σημείο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νώτα, τα πισινάαρχ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παρελθόντα2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀπισθίατο πίσω μέρος3. (για αστέρες) αυτός που ακολουθεί κατά την περιστροφή.επίρρ...όπισθίως (Α)προς τα πίσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπισθεν + κατάλ. -ιος (πρβλ. πρόσθ-ιος)].
Dictionary of Greek. 2013.